Thursday, February 16, 2012

Το χέρι μου έχει αρχίσει να τρέμει. “Άλαξε χέρι, βάλε μαγνησία...” Μου ρίχνει την καλή ιδέα... Κάτι ξέρει αυτός, ας το κάνω. Κοιτάω κάτω. Ο Μήτσος αποκάτω με κοιτάει... “Τόχεις...” διαβάζω στα μάτια του. Πιό πάνω του, κανα τριάρι καρυδάκια υποτίθεται ότι θα ανακόψουν την πτώση. “Έλα μανάρι, βαθιές ανάσες....” Ωπ, και άλλη καλή ιδέα... Σηκώνω το χέρι. Πιάνω ένα μίζερο τακάκι. “Μα τακάκι είναι αυτό ή οδοντογλυφίδα?” μου γκρινιάζω... “Άστα τα ψόφια, πάμε...” “Αααα, μην με ζορίζεις, δεν ήρθα εδώ να με κυνηγάς...” “Ίσα μωρή λουλού προχώρα, που σε θίξαμε κιόλας...” “Καλά ντε, μην είσαι τόσο ζόρικος...” Έχω ήδη τσεκάρει τα επόμενα πατήματα. Σηκώνω το ένα πόδι, μετά το άλλο, πατάνε καλά και τα δύο. Μένω λίγο ακίνητος και νιώθω την ένταση... “Να βγάλω και γλυκάκι?” “Κάτσε ρε φίλε, έλεος...” “Ρε κουνήσου που θα ανοίξουμε και συζήτηση...” Σηκώνωμαι στα πόδια μου... και ναι, να ένας ΤΑΚΑΡΟΣ, να με το συμπάθειο...Τον βουτάω, είναι θέμα χρόνου να βάλω πάνω του τα πόδια μου. Τώρα πατάω στε αυτόν τον μεγάλο τάκο. Πιάσιμο ουδέν. Στέκομαι και τινάζω χέρια... “Ναι, και το τίναγμα θα σε βγάλει πάνω...” Προσπαθώ να τον αγνοήσω. Κοιτάζω πάνω. Έχει μία σχισμή λουκούμι όπως φαίνεται από εδώ. Νούμερο 5 ή 6? Στο ύψος του γόνατού μου έχει μία φλυδίτσα... Λες να με κρατήσει??? Την πατάω δίνω βάρος, ΚΡΑΤΑΕΙ....Ξανακατεβαίνω στην ασφάλεια των 10 εκατοστών. “Ρε συ μανούλα, τι θα κάνουμε? Δεν έχω φέρει και το πλεκτό μου...” Ξανασηκώνω το πόδι, πάλι στην φλυδίτσα, ΣΗΚΩΝΩΜΑΙ με το 5 στο χέρι και το σετάκι περασμένο, το πετάω στην σχισμούλα, σαν να έπιασε...Ξανακατεβαίνω, παίρνω σχοινί ξανά στην φλυδίτσα, περνάω σχοινί. “Αντε ρε συ, βγάλαμε γένεια, τοπροπ το κατάντησες, έλα να τελειώνουμε...” Πάλι την φλυδίτσα, τα χέρια ίσα που ακουμπούν τον βράχο, τώρα?? “Ρε συ μανούλα, εκεί αριστερά σου την φλυδίτσα...” “Είναι πιό μικρή από αυτή που πατάω ήδη!” “Ναι, πάρε πασέτο και μέτρα τες. Ρε προχώρα που θες και ανάλυση...” Ρε μπελά που βρήκα... Το αριστερό πόδι στην άλλη φλυδίτσα. “Καλή μου γόμμα, αγάπα αυτή την φλυδίτσα, μην την αφήσεις” “Μιλάς και στο παπούτσι σου τώρα?” “Και τόση ώρα που μιλάω σε εσένα το ίδιο δεν είναι?” Βάζω βάρος, σηκώνωμαι σιγά – σιγά... εκεί δίπλα και αριστερά της σχισχής είναι ένα πιάσιμο. Το πιάνω και ναι, έφυγε ο ενοχλητικός, συνεχίζω και τέλος. Στο ρελλέ έρχεται και ο Μήτσος. “Εκεί στο παταράκι μαλακία το έιχες βάλει το καρύδι, δεν είχε σφηνώσει...” Τον κοιτάω “Σοβαρά μιλάς??” “Ναι, ακουμπημένο στην σχισμή ήταν, όχι σφηνωμένο..” “Και στο είπα, δεν τόχεις, δεν πας να πλύνεις καμμία πατσά?”



Γιατρέ μου ακούω φωνές.... Τι να πάρω???